- σκορπιόδηκτος
- -ον, ΜΑαυτός που τόν δάγκωσε το έντομο σκορπιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. οφιό-δηκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορπιοδήκτοις — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοδήκτους — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοδήκτων — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιόδηκτα — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)